- εξιδανικευτικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που εξιδανικεύει, ο κατάλληλος να εξιδανικεύει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξιδανικευτικός — ή, ό [εξιδανίκευση] αυτός που εξιδανικεύει … Dictionary of Greek